- προδομεύς
- -έως, ὁ, Α(ως προσωνυμία θεών) αυτός που οικοδομεί εκ τών προτέρων («ἑστία θεῶν προδομέων καλουμένων», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δομ-, ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δεμ- τού δέμω + κατάλ. -εύς (πρβλ. οικο-δομ-εύς)].
Dictionary of Greek. 2013.